ἐπαυρίσκω

ἐπαυρίσκω
ἐπ - αυρίσκω, aor. 2 subj. ἐπαύρῃ, inf. ἐπαυρεῖν, ἐπαυρέμεν, mid. pres. ἐπαυρίσκονται, fut. inf. -ρήσεσθαι, subj. aor. 2 ἐπαύρηαι and ἐπαύρῃ, 3 pl. ἐπαύρωνται: I. act., acquire, obtain, Il. 18.302, Od. 17.81; fig., often of missiles, ‘reach;’ ‘touch,’ χρόα, Il. 11.573; w. gen., λίθου, ‘graze’ the stone, Il. 23.340.—II. mid., partake of, enjoy, ‘reap the fruit of,’ w. gen., Il. 13.733; freq. ironical, Il. 1.410, Il. 6.353; w. acc., bring on oneself, Od. 17.81.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαυρίσκω — ἐπαυρέω partake of pres subj act 1st sg ἐπαυρέω partake of pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …   Dictionary of Greek

  • προσεπαυρίσκομαι — Α προσβάλλομαι επί πλέον από ασθένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπαυρίσκω «μετέχω, βρίσκω, φθάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”